αστυνομεύω

αστυνομεύω
1. αμετ. быть полицейским;
2. μετ. полностью подчинять контролю полиции

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αστυνομεύω" в других словарях:

  • αστυνομεύω — αστυνομεύω, αστυνόμευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αστυνομεύω — 1. εκτελώ αστυνομικά καθήκοντα 2. μτφ. κάνω τον αστυνόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»